- εἰδότα
- οἶδαseeperf part act neut nom/voc/acc plοἶδαseeperf part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰδόθ' — εἰδότα , οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc pl εἰδότα , οἶδα see perf part act masc acc sg εἰδότι , οἶδα see perf part act masc/neut dat sg εἰδότε , οἶδα see perf part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδότ' — εἰδότα , οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc pl εἰδότα , οἶδα see perf part act masc acc sg εἰδότι , οἶδα see perf part act masc/neut dat sg εἰδότε , οἶδα see perf part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática … Wikipedia Español
вѣдѣти — ВѢ|ДѢТИ (>1000), МЬ, СТЬ гл. 1. Знать что л.: Прѣдъ чюждиими не сътво ри ничьтоже таина не вѣси бо чьто ти сътворѩть (οὐ... γινώσκεις) Изб 1076, 174 об.; не рьвьнѹи славѣ грѣшьника. не вѣси бо како бɤдеть раздрѹшениѥ ѥго. Изб 1076, 175 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
NANDI Peritia — Heroicae olim adolescentiae a teneris unguiculis cordi fuit. Unde Literarum iungebatur scientiae. Aristides Platonicâ 2. Καὶ τοῦ Περικλέους πειρᾶται κᾀκείνῳ τὴν αὐτὴν αἰτίαν περιάπτειν, οὑδὲν προκαλυπτόμενος ἀλλ᾿ ὡς τὸ λεγόμενον δὴ τοῦτο, οὔτε… … Hofmann J. Lexicon universale
ευυπόληπτος — η, ο (ΑΜ εὐυπόληπτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που έχει καλή υπόληψη, καλή εκτίμηση στην κοινωνία, ο αξιότιμος («ευυπόληπτος έμπορος») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπόληπτον η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια μσν. αρχ. αυτός που παρασύρεται εύκολα («τὸ… … Dictionary of Greek
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… … Определитель языков мира по письменностям